κηροειδής

κηροειδής
-ές (Α κηροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή
οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί για κερί ή ανάμικτες με κερί για φωτισμό, επάλειψη κ.λπ., όπως η παραφίνη, η στεατίνη κ.ά.
αρχ.
1. (για λίθο, μάρμαρο ή άλλη ύλη) κιτρινωπός και στιλπνός («ἡμίκυκλος στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)
2. μτφ. (για την ψυχή) εύπλαστος («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -ειδής (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηροειδής — like wax masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροειδῆ — κηροειδής like wax neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κηροειδής like wax masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κηροειδής like wax masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροειδεῖ — κηροειδής like wax masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κηροειδής like wax masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροειδές — κηροειδής like wax masc/fem voc sg κηροειδής like wax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • κηροειδοῦς — κηροειδής like wax masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κηρώδης — ες (Α κηρώδης, ώδες) [κηρός] αυτός που μοιάζει με κερί, κέρινος, κηροειδής …   Dictionary of Greek

  • κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”