κηροειδής — like wax masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροειδῆ — κηροειδής like wax neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κηροειδής like wax masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κηροειδής like wax masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροειδεῖ — κηροειδής like wax masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κηροειδής like wax masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροειδές — κηροειδής like wax masc/fem voc sg κηροειδής like wax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
κηροειδοῦς — κηροειδής like wax masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
κηρώδης — ες (Α κηρώδης, ώδες) [κηρός] αυτός που μοιάζει με κερί, κέρινος, κηροειδής … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek